μόλουρος

μόλουρος
μόλουρος
Grammatical information: ?
Meaning: unidentified snake (Nic. Thér. 491)
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: One assumes that from this word is derived a word for a locust (?), μολουρίς, -ίδος (Nic. Thér. 416). Gow and Scholfield think that it is the snake μόλουρος, but Gil, Nombres de insectos 52 translates `locust'. Hesychius has μολοῦρις αἰδοῖον κολοβη λόγχη η μόλις οὐρῶν, and μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα; Suidas has μολουρίς, μολουρίδες μολυρίδας τὰς ἀκρίδας φασί. No etymology.

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μόλουρος — μόλουρος, ὁ (Α) είδος φιδιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η σύνδεση με τα μολεύω (II), μολούω δεν φαίνεται πιθανή] …   Dictionary of Greek

  • Μόλουρον — Μόλουρος serpent masc acc sg Μόλουρος serpent neut nom/voc/acc sg Μολούρος masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μολούρου — Μόλουρος serpent masc/neut gen sg Μολούρος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μόλουροι — Μόλουρος serpent masc nom/voc pl Μολούρος masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολούρου — μόλουρος serpent masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλουροι — μόλουρος serpent masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μόλουρον — μόλουρος serpent masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Molurus — In Greek mythology, Molurus (Greek: Μόλουρος, transliteration: Molouros) was famous as the son of the Achaean hero of the Trojan War Arisbas. Molurus was the brother of Leocritus. Molurus loved his wife Hyettus from Argos. Then, Hyettus killed… …   Wikipedia

  • μολουρίς — και, κατά το λεξ. Σούδα, μολυρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. είδος ακρίδας 2. (κατά τον Ησύχ.) α) «μολουρίδες βατραχίδες καὶ τῶν σταχύων τὰ γόνατα» β) «μολουρίς αἰδοῑον κολοβὴ λόγχη ἢ μόλις οὐρῶν». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με το μόλουρος*] …   Dictionary of Greek

  • αλβινισμός — Κληρονομική απουσία, ολική ή μερική, χρωστικής από το δέρμα και από τα εξαρτήματά του (μαλλιά, τρίχες). Τα προσβεβλημένα άτομα έχουν χρώμα ωχρορόδινο, τρίχες και μαλλιά σχεδόν άσπρα. Συχνά η ανωμαλία αυτή συνοδεύεται και από άλλες διαταραχές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”